- γαμπριάτικος
- η , ο , γαμπριάτικοςίκιος, α, ο, γαμπριάτικοςικός, ή , ό жениховский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαμπριάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό («γαμπριάτικη φορεσιά», «γαμπριάτικα ρούχα») 2. το (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπριάτικα α) η φορεσιά τού γαμπρού β) τα δώρα που δίνει ο γαμπρός στη νύφη πριν απ τον γάμο … Dictionary of Greek
γαμπριάτικος — η, ο ο σχετικός με το γαμπρό: Σε μια βδομάδα παντρεύεται και ακόμα δεν αγόρασε το γαμπριάτικο κουστούμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμπρήσιος — α, ο ο γαμπριάτικος … Dictionary of Greek
γαμπρίκιος — α, ο 1. ο γαμπριάτικος 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπρίκια α) τα δώρα τού γαμπρού στη νύφη πριν απ τον γάμο β) προγαμιαία δωρεά που δίνεται στον γαμπρό … Dictionary of Greek